αγκάλιασμα

αγκάλιασμα
το, -ατος
εναγκαλισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγκάλιασμα — το [αγκαλιάζω] κλείσιμο, σφίξιμο στην αγκαλιά, εναγκαλισμός, περίπτυξη …   Dictionary of Greek

  • άνθεξις — ἄνθεξις, η (Α) [αντέχω] 1. το να κρατά γερά ο ένας τον άλλο 2. περίπτυξη, αγκάλιασμα …   Dictionary of Greek

  • άσπασμα — ἄσπασμα, το (Α) [ασπάζομαι] 1. το αγκάλιασμα, το χάδι 2. το αγαπητό πράγμα, το πολύτιμο …   Dictionary of Greek

  • αγκάλισμα — ἀγκάλισμα, το (Α) [ἀγκαλίζομαι] 1. αυτό που αγκαλιάζει κανείς, που σφίγγει στην αγκαλιά του 2. εναγκαλισμός, αγκάλιασμα …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιάζω — 1. περικλείω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου, σφίγγω στο στήθος μου, περιπτύσσομαι 2. σχηματίζω αγκαλίδες, δεμάτια 3. υποδέχομαι κάποιον με προθυμία, υποστηρίζω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαλιά. ΠΑΡ. αγκάλιασμα, αγκαλιαστός] …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιασμός — ο [αγκαλιάζω] το αγκάλιασμα* …   Dictionary of Greek

  • αμφιπτυχή — ἀμφιπτυχή, η (Α) αγκάλιασμα, περίπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πτυχή] …   Dictionary of Greek

  • γλυκαγκάλιασμα — το τρυφερό, ερωτικό αγκάλιασμα …   Dictionary of Greek

  • εμπάλαγμα — ἐμπἀλαγμα, το (Α) 1. εμπλοκή 2. αγκάλιασμα …   Dictionary of Greek

  • εναγκάλισμα — το (Α ἐναγκάλισμα) περίπτυξη, αγκάλιασμα αρχ. οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή, αγαπητό, προσφιλές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”